ἀνακουφίζει

ἀνακουφίζει
ἀνακουφίζω
lift
pres ind mp 2nd sg
ἀνακουφίζω
lift
pres ind act 3rd sg
ἀνακουφίζω
lift
pres ind mp 2nd sg
ἀνακουφίζω
lift
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κἀνακουφίζει — ἀνακουφίζει , ἀνακουφίζω lift pres ind mp 2nd sg ἀνακουφίζει , ἀνακουφίζω lift pres ind act 3rd sg ἀνακουφίζει , ἀνακουφίζω lift pres ind mp 2nd sg ἀνακουφίζει , ἀνακουφίζω lift pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …   Dictionary of Greek

  • ανακουφιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ανακούφιση, που ανακουφίζει, που ελαφρύνει 2. καθησυχαστικός, καταπραϋντικός, παρηγορητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερο λόγιο, σύνθετο < ανακουφίζω] …   Dictionary of Greek

  • βηχιό — το (AM βήχιον και βηχίον) ελαφρός βήχας αρχ. φαρμακευτικό φυτό που ανακουφίζει από τον βήχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βηχιό < αρχ. βηχίον < βηξ( χός)] …   Dictionary of Greek

  • γιατρικός — ή, ό (AM ιατρικός, ή, όν) [ιατρός] 1. αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες 2. το ουδ. ως ουσ. γιατρικό, το (AM ιατρικόν) φάρμακο, οτιδήποτε θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. ιατρός > ιατρικός > γιατρικός] …   Dictionary of Greek

  • γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …   Dictionary of Greek

  • δροσάτος — η, ο (Μ δροσάτος, η, ον) 1. γεμάτος δροσιά 2. ωραίος 3. αυτός που προκαλεί χαρά, ευχαρίστηση μσν. το ουδ. ως ουσ. το δροσάτον 1. φάρμακο που δροσίζει, που ανακουφίζει 2. είδος ποτού …   Dictionary of Greek

  • ιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἰατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) [ιατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρική η επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση τής υγείας και τη θεραπεία τών νόσων νεοελλ. 1. το …   Dictionary of Greek

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”